- δωδεκαδάκτυλος
- -η, -ο (AM δωδεκαδάκτυλος, -ον)1. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δώδεκα δακτύλων2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαδάκτυλοη πρώτη μοίρα τού λεπτού εντέρου μετά το στομάχι με μήκος δώδεκα δακτύλουςνεοελλ.αυτός που έχει δώδεκα δάχτυλα στα δύο χέρια.
Dictionary of Greek. 2013.