δωδεκαδάκτυλος

δωδεκαδάκτυλος
-η, -ο (AM δωδεκαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δώδεκα δακτύλων
2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαδάκτυλο
η πρώτη μοίρα τού λεπτού εντέρου μετά το στομάχι με μήκος δώδεκα δακτύλους
νεοελλ.
αυτός που έχει δώδεκα δάχτυλα στα δύο χέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δωδεκαδάκτυλος — twelve fingers long masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαδάκτυλον — δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long masc/fem acc sg δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαδάκτυλα — δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”